- ευθεράπευτος
- -η, -ο (ΑΜ εὐθεράπευτος, -ον)αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτοςαρχ.1. αυτός που βοηθιέται εύκολα2. αυτός που διορθώνεται εύκολα3. αυτός τον οποίο ικανοποιεί κάποιος εύκολα με καλοσύνη και περιποιήσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεραπεύω].
Dictionary of Greek. 2013.