ευθεράπευτος

ευθεράπευτος
-η, -ο (ΑΜ εὐθεράπευτος, -ον)
αυτός που θεραπεύεται εύκολα, ο ευκολοθεράπευτος
αρχ.
1. αυτός που βοηθιέται εύκολα
2. αυτός που διορθώνεται εύκολα
3. αυτός τον οποίο ικανοποιεί κάποιος εύκολα με καλοσύνη και περιποιήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θεραπεύω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐθεράπευτος — easy to cure masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεράπευτον — εὐθεράπευτος easy to cure masc/fem acc sg εὐθεράπευτος easy to cure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεραπευτότερα — εὐθεράπευτος easy to cure neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεραπευτότεραι — εὐθεράπευτος easy to cure fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεραπεύτοις — εὐθεράπευτος easy to cure masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεραπεύτων — εὐθεράπευτος easy to cure masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεράπευτα — εὐθεράπευτος easy to cure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεράπευτοι — εὐθεράπευτος easy to cure masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεραπευτοτέρα — εὐθεραπευτοτέρᾱ , εὐθεράπευτος easy to cure fem nom/voc/acc comp dual εὐθεραπευτοτέρᾱ , εὐθεράπευτος easy to cure fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθεραπευσία — εὐθεραπευσία, ἡ (Α) [ευθεράπευτος] η εύκολη θεραπεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”